λεπτοδείκτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from λεπτ(ό) (lept(ó)) + -ο- (-o-) + δείκτης (deíktis), a calque of German Minutenzeiger.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]λεπτοδείκτης • (leptodeíktis) m (plural λεπτοδείκτες)
- minute hand
- Coordinate terms: δευτερολεπτοδείκτης m (defteroleptodeíktis), ωροδείκτης m (orodeíktis)
Declension
[edit]Declension of λεπτοδείκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λεπτοδείκτης • | λεπτοδείκτες • |
genitive | λεπτοδείκτη • | λεπτοδεικτών • |
accusative | λεπτοδείκτη • | λεπτοδείκτες • |
vocative | λεπτοδείκτη • | λεπτοδείκτες • |
References
[edit]- ^ λεπτοδείκτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language