Jump to content

ψιλοκομμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Participle

[edit]

ψιλοκομμένος (psilokomménosm (feminine ψιλοκομμένη, neuter ψιλοκομμένο)

  1. minced, chopped, shredded

Declension

[edit]
Declension of ψιλοκομμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ψιλοκομμένος (psilokomménos) ψιλοκομμένη (psilokomméni) ψιλοκομμένο (psilokomméno) ψιλοκομμένοι (psilokomménoi) ψιλοκομμένες (psilokomménes) ψιλοκομμένα (psilokomména)
genitive ψιλοκομμένου (psilokomménou) ψιλοκομμένης (psilokomménis) ψιλοκομμένου (psilokomménou) ψιλοκομμένων (psilokomménon) ψιλοκομμένων (psilokomménon) ψιλοκομμένων (psilokomménon)
accusative ψιλοκομμένο (psilokomméno) ψιλοκομμένη (psilokomméni) ψιλοκομμένο (psilokomméno) ψιλοκομμένους (psilokomménous) ψιλοκομμένες (psilokomménes) ψιλοκομμένα (psilokomména)
vocative ψιλοκομμένε (psilokomméne) ψιλοκομμένη (psilokomméni) ψιλοκομμένο (psilokomméno) ψιλοκομμένοι (psilokomménoi) ψιλοκομμένες (psilokomménes) ψιλοκομμένα (psilokomména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ψιλοκομμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ψιλοκομμένος, etc.)

[edit]