Jump to content

χωρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

χωρικός (chorikósm (feminine χωρική, neuter χωρικό)

  1. territorial, country
    χωρικά ύδαταchoriká ýdataterritorial waters
  2. village
  3. spatial

Declension

[edit]
Declension of χωρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χωρικός (chorikós) χωρική (chorikí) χωρικό (chorikó) χωρικοί (chorikoí) χωρικές (chorikés) χωρικά (choriká)
genitive χωρικού (chorikoú) χωρικής (chorikís) χωρικού (chorikoú) χωρικών (chorikón) χωρικών (chorikón) χωρικών (chorikón)
accusative χωρικό (chorikó) χωρική (chorikí) χωρικό (chorikó) χωρικούς (chorikoús) χωρικές (chorikés) χωρικά (choriká)
vocative χωρικέ (choriké) χωρική (chorikí) χωρικό (chorikó) χωρικοί (chorikoí) χωρικές (chorikés) χωρικά (choriká)

Noun

[edit]

χωρικός (chorikósm (plural χωρικοί, feminine χωρική or χωριάτα)

  1. villager
  2. peasant

Declension

[edit]
Declension of χωρικός
singular plural
nominative χωρικός (chorikós) χωρικοί (chorikoí)
genitive χωρικού (chorikoú) χωρικών (chorikón)
accusative χωρικό (chorikó) χωρικούς (chorikoús)
vocative χωρικέ (choriké) χωρικοί (chorikoí)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]