χιλιόμετρο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]χιλιο- (chilio-) + μέτρο (métro).
Noun
[edit]χιλιόμετρο • (chiliómetro) n (plural χιλιόμετρα)
Declension
[edit]Declension of χιλιόμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χιλιόμετρο • | χιλιόμετρα • |
genitive | χιλιομέτρου •, χιλιόμετρου • | χιλιομέτρων • |
accusative | χιλιόμετρο • | χιλιόμετρα • |
vocative | χιλιόμετρο • | χιλιόμετρα • |
Related terms
[edit]- μέτρο n (métro, “metre”)
Further reading
[edit]- χιλιόμετρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el