Jump to content

χιλιοστόγραμμο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

χιλιοστό- (chiliostó-) + part of γραμμάριο

Noun

[edit]

χιλιοστόγραμμο (chiliostógrammon (plural χιλιοστόγραμμα)

  1. milligram, 1/1000 gram

Declension

[edit]
Declension of χιλιοστόγραμμο
singular plural
nominative χιλιοστόγραμμο (chiliostógrammo) χιλιοστόγραμμα (chiliostógramma)
genitive χιλιοστόγραμμου (chiliostógrammou) χιλιοστόγραμμων (chiliostógrammon)
accusative χιλιοστόγραμμο (chiliostógrammo) χιλιοστόγραμμα (chiliostógramma)
vocative χιλιοστόγραμμο (chiliostógrammo) χιλιοστόγραμμα (chiliostógramma)

See also

[edit]

Further reading

[edit]