From Wiktionary, the free dictionary
From χειρότερ(ος) ( cheiróter(os) ) + -εύω ( -évo ) .[ 1]
IPA (key ) : /çi.ɾo.teˈɾe.vo/
Hyphenation: χει‧ρο‧τε‧ρεύ‧ω
χειροτερεύω • (cheiroterévo ) (past χειροτέρεψα /χειροτέρευσα , passive —)
( intransitive ) to deteriorate , to worsen , to get worse
Synonym: επιδεινώνομαι ( epideinónomai )
Antonyms: καλυτερεύω ( kalyterévo ) , βελτιώνομαι ( veltiónomai )
( transitive ) to worsen , to make worse
Synonym: επιδεινώνω ( epideinóno )
Antonyms: καλυτερεύω ( kalyterévo ) , βελτιώνω ( veltióno )
χειροτερεύω (active forms only)
Active voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
1 sg
χειροτερεύω
χειροτερέψω , χειροτερεύσω
2 sg
χειροτερεύεις
χειροτερέψεις , χειροτερεύσεις
3 sg
χειροτερεύει
χειροτερέψει , χειροτερεύσει
1 pl
χειροτερεύουμε , [‑ομε ]
χειροτερέψουμε , [‑ομε ], χειροτερεύσουμε , [‑ομε ]
2 pl
χειροτερεύετε
χειροτερέψετε , χειροτερεύσετε
3 pl
χειροτερεύουν (ε )
χειροτερέψουν (ε ), χειροτερεύσουν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
1 sg
χειροτέρευα
χειροτέρεψα , χειροτέρευσα
2 sg
χειροτέρευες
χειροτέρεψες , χειροτέρευσες
3 sg
χειροτέρευε
χειροτέρεψε , χειροτέρευσε
1 pl
χειροτερεύαμε
χειροτερέψαμε , χειροτερεύσαμε
2 pl
χειροτερεύατε
χειροτερέψατε , χειροτερεύσατε
3 pl
χειροτέρευαν , χειροτερεύαν (ε )
χειροτέρεψαν , χειροτερέψαν (ε ), χειροτέρευσαν
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
1 sg
θα χειροτερεύω ➤
θα χειροτερέψω / χειροτερεύσω ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα χειροτερεύεις , …
θα χειροτερέψεις / χειροτερεύσεις , …
Perfect aspect ➤
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … χειροτερέψει / χειροτερεύσει
Past perfect ➤
είχα , είχες , … χειροτερέψει / χειροτερεύσει
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … χειροτερέψει / χειροτερεύσει
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
χειροτέρευε
χειροτέρεψε , χειροτέρευσε
2 pl
χειροτερεύετε
χειροτερέψτε , χειροτερεύστε
Other forms
Active present participle ➤
χειροτερεύοντας ➤
Active perfect participle ➤
έχοντας χειροτερέψει ➤
Passive perfect participle ➤
—
Nonfinite form ➤
χειροτερέψει , χειροτερεύσει
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.