From Wiktionary, the free dictionary
Inherited from Byzantine Greek καλυτερεύω ( kalutereúō ) . By surface analysis , καλύτερ(ος) ( kalýter(os) ) + -εύω ( -évo ) .[ 1]
IPA (key ) : /ka.li.teˈɾe.vo/
Hyphenation: κα‧λυ‧τε‧ρεύ‧ω
καλυτερεύω • (kalyterévo ) (past καλυτέρεψα /καλυτέρευσα , passive —)
( transitive ) to improve , to make better
Synonym: βελτιώνω ( veltióno )
Antonyms: χειροτερεύω ( cheiroterévo ) , επιδεινώνω ( epideinóno )
( intransitive ) to improve , to get better
Synonym: βελτιώνομαι ( veltiónomai )
Antonyms: χειροτερεύω ( cheiroterévo ) , επιδεινώνομαι ( epideinónomai )
καλυτερεύω (active forms only)
Active voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
1 sg
καλυτερεύω
καλυτερέψω , καλυτερεύσω
2 sg
καλυτερεύεις
καλυτερέψεις , καλυτερεύσεις
3 sg
καλυτερεύει
καλυτερέψει , καλυτερεύσει
1 pl
καλυτερεύουμε , [‑ομε ]
καλυτερέψουμε , [‑ομε ], καλυτερεύσουμε , [‑ομε ]
2 pl
καλυτερεύετε
καλυτερέψετε , καλυτερεύσετε
3 pl
καλυτερεύουν (ε )
καλυτερέψουν (ε ), καλυτερεύσουν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
1 sg
καλυτέρευα
καλυτέρεψα , καλυτέρευσα
2 sg
καλυτέρευες
καλυτέρεψες , καλυτέρευσες
3 sg
καλυτέρευε
καλυτέρεψε , καλυτέρευσε
1 pl
καλυτερεύαμε
καλυτερέψαμε , καλυτερεύσαμε
2 pl
καλυτερεύατε
καλυτερέψατε , καλυτερεύσατε
3 pl
καλυτέρευαν , καλυτερεύαν (ε )
καλυτέρεψαν , καλυτερέψαν (ε ), καλυτέρευσαν
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
1 sg
θα καλυτερεύω ➤
θα καλυτερέψω / καλυτερεύσω ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα καλυτερεύεις , …
θα καλυτερέψεις / καλυτερεύσεις , …
Perfect aspect ➤
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … καλυτερέψει / καλυτερεύσει
Past perfect ➤
είχα , είχες , … καλυτερέψει / καλυτερεύσει
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … καλυτερέψει / καλυτερεύσει
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
καλυτέρευε
καλυτέρεψε , καλυτέρευσε
2 pl
καλυτερεύετε
καλυτερέψτε , καλυτερεύστε
Other forms
Active present participle ➤
καλυτερεύοντας ➤
Active perfect participle ➤
έχοντας καλυτερέψει ➤
Passive perfect participle ➤
—
Nonfinite form ➤
καλυτερέψει , καλυτερεύσει
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.