χαρούμενα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adverb
[edit]χαρούμενα • (charoúmena)
Participle
[edit]χαρούμενα • (charoúmena)
- nominative/accusative/vocative neuter plural of χαρούμενος (charoúmenos)
χαρούμενα • (charoúmena)
χαρούμενα • (charoúmena)