φυστικοβούτυρο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

φυστικοβούτυρο (fystikovoútyron (plural φυστικοβούτυρα)

  1. Alternative form of φιστικοβούτυρο (fistikovoútyro) (peanut butter)

Declension

[edit]
singular plural
nominative φυστικοβούτυρο (fystikovoútyro) φυστικοβούτυρα (fystikovoútyra)
genitive φυστικοβουτύρου (fystikovoutýrou)
φυστικοβούτυρου (fystikovoútyrou)
φυστικοβουτύρων (fystikovoutýron)
accusative φυστικοβούτυρο (fystikovoútyro) φυστικοβούτυρα (fystikovoútyra)
vocative φυστικοβούτυρο (fystikovoútyro) φυστικοβούτυρα (fystikovoútyra)