φυλλομετρημένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of φυλλομετρούμαι (fyllometroúmai) and φυλλομετριέμαι (fyllometriémai), passive forms of φυλλομετρώ, φυλλομετράω (“flip through the pages of a book”) respectively.
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]φυλλομετρημένος • (fyllometriménos) m (feminine φυλλομετρημένη, neuter φυλλομετρημένο)
- browsed, with pages flipped through (of a book)
Declension
[edit]Declension of φυλλομετρημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φυλλομετρημένος • | φυλλομετρημένη • | φυλλομετρημένο • | φυλλομετρημένοι • | φυλλομετρημένες • | φυλλομετρημένα • |
genitive | φυλλομετρημένου • | φυλλομετρημένης • | φυλλομετρημένου • | φυλλομετρημένων • | φυλλομετρημένων • | φυλλομετρημένων • |
accusative | φυλλομετρημένο • | φυλλομετρημένη • | φυλλομετρημένο • | φυλλομετρημένους • | φυλλομετρημένες • | φυλλομετρημένα • |
vocative | φυλλομετρημένε • | φυλλομετρημένη • | φυλλομετρημένο • | φυλλομετρημένοι • | φυλλομετρημένες • | φυλλομετρημένα • |