Jump to content

φυλλομετρημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of φυλλομετρούμαι (fyllometroúmai) and φυλλομετριέμαι (fyllometriémai), passive forms of φυλλομετρώ, φυλλομετράω (flip through the pages of a book) respectively.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /fi.lo.me.tɾiˈme.nos/
  • Hyphenation: φυλ‧λο‧με‧τρη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

φυλλομετρημένος (fyllometriménosm (feminine φυλλομετρημένη, neuter φυλλομετρημένο)

  1. browsed, with pages flipped through (of a book)

Declension

[edit]
Declension of φυλλομετρημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φυλλομετρημένος (fyllometriménos) φυλλομετρημένη (fyllometriméni) φυλλομετρημένο (fyllometriméno) φυλλομετρημένοι (fyllometriménoi) φυλλομετρημένες (fyllometriménes) φυλλομετρημένα (fyllometriména)
genitive φυλλομετρημένου (fyllometriménou) φυλλομετρημένης (fyllometriménis) φυλλομετρημένου (fyllometriménou) φυλλομετρημένων (fyllometriménon) φυλλομετρημένων (fyllometriménon) φυλλομετρημένων (fyllometriménon)
accusative φυλλομετρημένο (fyllometriméno) φυλλομετρημένη (fyllometriméni) φυλλομετρημένο (fyllometriméno) φυλλομετρημένους (fyllometriménous) φυλλομετρημένες (fyllometriménes) φυλλομετρημένα (fyllometriména)
vocative φυλλομετρημένε (fyllometriméne) φυλλομετρημένη (fyllometriméni) φυλλομετρημένο (fyllometriméno) φυλλομετρημένοι (fyllometriménoi) φυλλομετρημένες (fyllometriménes) φυλλομετρημένα (fyllometriména)