φτωχοκομείο
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]φτωχοκομείο • (ftochokomeío) n (plural φτωχοκομεία)
- Alternative form of πτωχοκομείο (ptochokomeío, “poorhouse, almshouse”).
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φτωχοκομείο (ftochokomeío) | φτωχοκομεία (ftochokomeía) |
genitive | φτωχοκομείου (ftochokomeíou) | φτωχοκομείων (ftochokomeíon) |
accusative | φτωχοκομείο (ftochokomeío) | φτωχοκομεία (ftochokomeía) |
vocative | φτωχοκομείο (ftochokomeío) | φτωχοκομεία (ftochokomeía) |
References
[edit]- φτωχοκομείο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language