Jump to content

φονταμενταλιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

φονταμενταλιστικός (fontamentalistikósm (feminine φονταμενταλιστική, neuter φονταμενταλιστικό)

  1. fundamentalist

Declension

[edit]
Declension of φονταμενταλιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φονταμενταλιστικός (fontamentalistikós) φονταμενταλιστική (fontamentalistikí) φονταμενταλιστικό (fontamentalistikó) φονταμενταλιστικοί (fontamentalistikoí) φονταμενταλιστικές (fontamentalistikés) φονταμενταλιστικά (fontamentalistiká)
genitive φονταμενταλιστικού (fontamentalistikoú) φονταμενταλιστικής (fontamentalistikís) φονταμενταλιστικού (fontamentalistikoú) φονταμενταλιστικών (fontamentalistikón) φονταμενταλιστικών (fontamentalistikón) φονταμενταλιστικών (fontamentalistikón)
accusative φονταμενταλιστικό (fontamentalistikó) φονταμενταλιστική (fontamentalistikí) φονταμενταλιστικό (fontamentalistikó) φονταμενταλιστικούς (fontamentalistikoús) φονταμενταλιστικές (fontamentalistikés) φονταμενταλιστικά (fontamentalistiká)
vocative φονταμενταλιστικέ (fontamentalistiké) φονταμενταλιστική (fontamentalistikí) φονταμενταλιστικό (fontamentalistikó) φονταμενταλιστικοί (fontamentalistikoí) φονταμενταλιστικές (fontamentalistikés) φονταμενταλιστικά (fontamentalistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φονταμενταλιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φονταμενταλιστικός, etc.)

[edit]