φονταμενταλισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]φονταμενταλισμός • (fontamentalismós) m (uncountable)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φονταμενταλισμός (fontamentalismós) | φονταμενταλισμοί (fontamentalismoí) |
genitive | φονταμενταλισμού (fontamentalismoú) | φονταμενταλισμών (fontamentalismón) |
accusative | φονταμενταλισμό (fontamentalismó) | φονταμενταλισμούς (fontamentalismoús) |
vocative | φονταμενταλισμέ (fontamentalismé) | φονταμενταλισμοί (fontamentalismoí) |
Related terms
[edit]- φονταμενταλιστής m (fontamentalistís, “fundamentalist”)
- φονταμενταλίστρια f (fontamentalístria, “fundamentalist”)
- φονταμενταλιστικός (fontamentalistikós, “fundamentalist”) (adjective)
Further reading
[edit]- φονταμενταλισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el