Jump to content

φινλανδικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

φινλανδικός (finlandikósm (feminine φινλανδική, neuter φινλανδικό)

  1. Finnish (related to the country, people or language of Finland)

Declension

[edit]
Declension of φινλανδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φινλανδικός (finlandikós) φινλανδική (finlandikí) φινλανδικό (finlandikó) φινλανδικοί (finlandikoí) φινλανδικές (finlandikés) φινλανδικά (finlandiká)
genitive φινλανδικού (finlandikoú) φινλανδικής (finlandikís) φινλανδικού (finlandikoú) φινλανδικών (finlandikón) φινλανδικών (finlandikón) φινλανδικών (finlandikón)
accusative φινλανδικό (finlandikó) φινλανδική (finlandikí) φινλανδικό (finlandikó) φινλανδικούς (finlandikoús) φινλανδικές (finlandikés) φινλανδικά (finlandiká)
vocative φινλανδικέ (finlandiké) φινλανδική (finlandikí) φινλανδικό (finlandikó) φινλανδικοί (finlandikoí) φινλανδικές (finlandikés) φινλανδικά (finlandiká)
[edit]