Jump to content

φιλανδικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

φιλανδικός (filandikósm (feminine φιλανδική, neuter φιλανδικό)

  1. Alternative form of φινλανδικός (finlandikós)

Declension

[edit]
Declension of φιλανδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φιλανδικός (filandikós) φιλανδική (filandikí) φιλανδικό (filandikó) φιλανδικοί (filandikoí) φιλανδικές (filandikés) φιλανδικά (filandiká)
genitive φιλανδικού (filandikoú) φιλανδικής (filandikís) φιλανδικού (filandikoú) φιλανδικών (filandikón) φιλανδικών (filandikón) φιλανδικών (filandikón)
accusative φιλανδικό (filandikó) φιλανδική (filandikí) φιλανδικό (filandikó) φιλανδικούς (filandikoús) φιλανδικές (filandikés) φιλανδικά (filandiká)
vocative φιλανδικέ (filandiké) φιλανδική (filandikí) φιλανδικό (filandikó) φιλανδικοί (filandikoí) φιλανδικές (filandikés) φιλανδικά (filandiká)
[edit]