Jump to content

φιλελεύθερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

φιλελεύθερος (fileléftherosm (feminine φιλελεύθερη, neuter φιλελεύθερο)

  1. (politics) liberal
    Antonym: αντιφιλελεύθερος (antifileléftheros)
  2. liberal, broadminded
    Antonym: αντιφιλελεύθερος (antifileléftheros)

Declension

[edit]
Declension of φιλελεύθερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φιλελεύθερος (fileléftheros) φιλελεύθερη (fileléftheri) φιλελεύθερο (fileléfthero) φιλελεύθεροι (fileléftheroi) φιλελεύθερες (fileléftheres) φιλελεύθερα (fileléfthera)
genitive φιλελεύθερου (fileléftherou) φιλελεύθερης (fileléftheris) φιλελεύθερου (fileléftherou) φιλελεύθερων (fileléftheron) φιλελεύθερων (fileléftheron) φιλελεύθερων (fileléftheron)
accusative φιλελεύθερο (fileléfthero) φιλελεύθερη (fileléftheri) φιλελεύθερο (fileléfthero) φιλελεύθερους (fileléftherous) φιλελεύθερες (fileléftheres) φιλελεύθερα (fileléfthera)
vocative φιλελεύθερε (fileléfthere) φιλελεύθερη (fileléftheri) φιλελεύθερο (fileléfthero) φιλελεύθεροι (fileléftheroi) φιλελεύθερες (fileléftheres) φιλελεύθερα (fileléfthera)

Derived terms

[edit]