Jump to content

αντιφιλελεύθερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιφιλελεύθερος (antifileléftherosm (feminine αντιφιλελεύθερη, neuter αντιφιλελεύθερο)

  1. (politics) antiliberal
    Antonym: φιλελεύθερος (fileléftheros)
  2. illiberal, narrowminded
    Antonym: φιλελεύθερος (fileléftheros)

Declension

[edit]
Declension of αντιφιλελεύθερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιφιλελεύθερος (antifileléftheros) αντιφιλελεύθερη (antifileléftheri) αντιφιλελεύθερο (antifileléfthero) αντιφιλελεύθεροι (antifileléftheroi) αντιφιλελεύθερες (antifileléftheres) αντιφιλελεύθερα (antifileléfthera)
genitive αντιφιλελεύθερου (antifileléftherou) αντιφιλελεύθερης (antifileléftheris) αντιφιλελεύθερου (antifileléftherou) αντιφιλελεύθερων (antifileléftheron) αντιφιλελεύθερων (antifileléftheron) αντιφιλελεύθερων (antifileléftheron)
accusative αντιφιλελεύθερο (antifileléfthero) αντιφιλελεύθερη (antifileléftheri) αντιφιλελεύθερο (antifileléfthero) αντιφιλελεύθερους (antifileléftherous) αντιφιλελεύθερες (antifileléftheres) αντιφιλελεύθερα (antifileléfthera)
vocative αντιφιλελεύθερε (antifileléfthere) αντιφιλελεύθερη (antifileléftheri) αντιφιλελεύθερο (antifileléfthero) αντιφιλελεύθεροι (antifileléftheroi) αντιφιλελεύθερες (antifileléftheres) αντιφιλελεύθερα (antifileléfthera)