Jump to content

φασσοπερίστερο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

φασσοπερίστερο (fassoperísteron (plural φασσοπερίστερα)

  1. stock dove, Columba oenas

Declension

[edit]
Declension of φασσοπερίστερο
singular plural
nominative φασσοπερίστερο (fassoperístero) φασσοπερίστερα (fassoperístera)
genitive φασσοπερίστερου (fassoperísterou) φασσοπερίστερων (fassoperísteron)
accusative φασσοπερίστερο (fassoperístero) φασσοπερίστερα (fassoperístera)
vocative φασσοπερίστερο (fassoperístero) φασσοπερίστερα (fassoperístera)
[edit]

Further reading

[edit]