φασσοπερίστερο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]φασσοπερίστερο • (fassoperístero) n (plural φασσοπερίστερα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φασσοπερίστερο (fassoperístero) | φασσοπερίστερα (fassoperístera) |
genitive | φασσοπερίστερου (fassoperísterou) | φασσοπερίστερων (fassoperísteron) |
accusative | φασσοπερίστερο (fassoperístero) | φασσοπερίστερα (fassoperístera) |
vocative | φασσοπερίστερο (fassoperístero) | φασσοπερίστερα (fassoperístera) |
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- φασσοπερίστερο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el