Jump to content

φαρδύς

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek φαρδύς (phardús), from Koine Greek εὐφραδής (euphradḗs), from Ancient Greek εὖ () + φράζω (phrázō).

Adjective

[edit]

φαρδύς (fardýsm (feminine φαρδιά, neuter φαρδύ)

  1. (of clothing) wide, broad

Declension

[edit]
Declension of φαρδύς
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φαρδύς (fardýs) φαρδιά (fardiá) φαρδύ (fardý) φαρδιοί (fardioí) φαρδιές (fardiés) φαρδιά (fardiá)
genitive φαρδιού (fardioú)
φαρδύ (fardý)
φαρδιάς (fardiás) φαρδιού (fardioú)
φαρδύ (fardý)
φαρδιών (fardión) φαρδιών (fardión) φαρδιών (fardión)
accusative φαρδύ (fardý) φαρδιά (fardiá) φαρδύ (fardý) φαρδιούς (fardioús) φαρδιές (fardiés) φαρδιά (fardiá)
vocative φαρδύ (fardý) φαρδιά (fardiá) φαρδύ (fardý) φαρδιοί (fardioí) φαρδιές (fardiés) φαρδιά (fardiá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φαρδύς, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φαρδύς, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φαρδύτερος (fardýteros) φαρδύτερη (fardýteri) φαρδύτερο (fardýtero) φαρδύτεροι (fardýteroi) φαρδύτερες (fardýteres) φαρδύτερα (fardýtera)
genitive φαρδύτερου (fardýterou) φαρδύτερης (fardýteris) φαρδύτερου (fardýterou) φαρδύτερων (fardýteron) φαρδύτερων (fardýteron) φαρδύτερων (fardýteron)
accusative φαρδύτερο (fardýtero) φαρδύτερη (fardýteri) φαρδύτερο (fardýtero) φαρδύτερους (fardýterous) φαρδύτερες (fardýteres) φαρδύτερα (fardýtera)
vocative φαρδύτερε (fardýtere) φαρδύτερη (fardýteri) φαρδύτερο (fardýtero) φαρδύτεροι (fardýteroi) φαρδύτερες (fardýteres) φαρδύτερα (fardýtera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φαρδύτερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φαρδύτατος (fardýtatos) φαρδύτατη (fardýtati) φαρδύτατο (fardýtato) φαρδύτατοι (fardýtatoi) φαρδύτατες (fardýtates) φαρδύτατα (fardýtata)
genitive φαρδύτατου (fardýtatou) φαρδύτατης (fardýtatis) φαρδύτατου (fardýtatou) φαρδύτατων (fardýtaton) φαρδύτατων (fardýtaton) φαρδύτατων (fardýtaton)
accusative φαρδύτατο (fardýtato) φαρδύτατη (fardýtati) φαρδύτατο (fardýtato) φαρδύτατους (fardýtatous) φαρδύτατες (fardýtates) φαρδύτατα (fardýtata)
vocative φαρδύτατε (fardýtate) φαρδύτατη (fardýtati) φαρδύτατο (fardýtato) φαρδύτατοι (fardýtatoi) φαρδύτατες (fardýtates) φαρδύτατα (fardýtata)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]