φανταχτερός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From synonym φανταχτός (fantachtós) from φαντάζω (fantázo) + -ερός.[1] With stem φανταχ- < φαντακ- [2] Cf. aorist (simple past) form φάνταξα (“(fántaksa)”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]φανταχτερός • (fantachterós) m (feminine φανταχτερή, neuter φανταχτερό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | φανταχτερός (fantachterós) | φανταχτερή (fantachterí) | φανταχτερό (fantachteró) | φανταχτεροί (fantachteroí) | φανταχτερές (fantachterés) | φανταχτερά (fantachterá) | |
genitive | φανταχτερού (fantachteroú) | φανταχτερής (fantachterís) | φανταχτερού (fantachteroú) | φανταχτερών (fantachterón) | φανταχτερών (fantachterón) | φανταχτερών (fantachterón) | |
accusative | φανταχτερό (fantachteró) | φανταχτερή (fantachterí) | φανταχτερό (fantachteró) | φανταχτερούς (fantachteroús) | φανταχτερές (fantachterés) | φανταχτερά (fantachterá) | |
vocative | φανταχτερέ (fantachteré) | φανταχτερή (fantachterí) | φανταχτερό (fantachteró) | φανταχτεροί (fantachteroí) | φανταχτερές (fantachterés) | φανταχτερά (fantachterá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φανταχτερός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φανταχτερός, etc.)
Synonyms
[edit]- φανταχτός (fantachtós), σφανταχτός (sfantachtós) (demotic)
- φαντεζί (fantezí), φανταιζί (fantaizí)
Related terms
[edit]References
[edit]- ^ φανταχτερός - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
- ^ φανταχτερός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language