Jump to content

φαινομενικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

φαινομενικός (fainomenikósm (feminine φαινομενική, neuter φαινομενικό)

  1. ostensible, superficial

Declension

[edit]
Declension of φαινομενικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φαινομενικός (fainomenikós) φαινομενική (fainomenikí) φαινομενικό (fainomenikó) φαινομενικοί (fainomenikoí) φαινομενικές (fainomenikés) φαινομενικά (fainomeniká)
genitive φαινομενικού (fainomenikoú) φαινομενικής (fainomenikís) φαινομενικού (fainomenikoú) φαινομενικών (fainomenikón) φαινομενικών (fainomenikón) φαινομενικών (fainomenikón)
accusative φαινομενικό (fainomenikó) φαινομενική (fainomenikí) φαινομενικό (fainomenikó) φαινομενικούς (fainomenikoús) φαινομενικές (fainomenikés) φαινομενικά (fainomeniká)
vocative φαινομενικέ (fainomeniké) φαινομενική (fainomenikí) φαινομενικό (fainomenikó) φαινομενικοί (fainomenikoí) φαινομενικές (fainomenikés) φαινομενικά (fainomeniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φαινομενικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φαινομενικός, etc.)