Jump to content

υπώνυμο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υπώνυμο (ypónymon (plural υπώνυμα)

  1. (semantics) hyponym

Declension

[edit]
singular plural
nominative υπώνυμο (ypónymo) υπώνυμα (ypónyma)
genitive υπωνύμου (yponýmou)
υπώνυμου (ypónymou)
υπωνύμων (yponýmon)
accusative υπώνυμο (ypónymo) υπώνυμα (ypónyma)
vocative υπώνυμο (ypónymo) υπώνυμα (ypónyma)