Jump to content

υπόλοιπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ὑπόλοιπος (hupóloipos), from ὑπολείπω (hupoleípō) +‎ -ος (-os).

Adjective

[edit]

υπόλοιπος (ypóloiposm (feminine υπόλοιπη, neuter υπόλοιπο)

  1. remaining (that which remains)
    Synonym: αποδέλοιπος (apodéloipos)

Declension

[edit]
Declension of υπόλοιπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπόλοιπος (ypóloipos) υπόλοιπη (ypóloipi) υπόλοιπο (ypóloipo) υπόλοιποι (ypóloipoi) υπόλοιπες (ypóloipes) υπόλοιπα (ypóloipa)
genitive υπόλοιπου (ypóloipou) υπόλοιπης (ypóloipis) υπόλοιπου (ypóloipou) υπόλοιπων (ypóloipon) υπόλοιπων (ypóloipon) υπόλοιπων (ypóloipon)
accusative υπόλοιπο (ypóloipo) υπόλοιπη (ypóloipi) υπόλοιπο (ypóloipo) υπόλοιπους (ypóloipous) υπόλοιπες (ypóloipes) υπόλοιπα (ypóloipa)
vocative υπόλοιπε (ypóloipe) υπόλοιπη (ypóloipi) υπόλοιπο (ypóloipo) υπόλοιποι (ypóloipoi) υπόλοιπες (ypóloipes) υπόλοιπα (ypóloipa)