From Wiktionary, the free dictionary
υπουργικό (ypourgikó, “ministerial”) + συμβούλιο (symvoúlio, “committee”)
υπουργικό συμβούλιο • (ypourgikó symvoúlio) n
- (government) cabinet, ministerial committee
- το άτυπο υπουργικό συμβούλιο για τις αποκρατικοποιήσεις
- the informal cabinet for privatisation