υποπυραγός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From υπο- (ypo-) +‎ πυραγός (pyragós) < πυρ- (pyr-) +‎ -αγός (-agós). See υπό (ypó, under), πυρ (pyr) (formal for "fire") and άγω (ágo, lead to).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.po.pi.ɾaˈɣos/
  • Hyphenation: υ‧πο‧πυ‧ρα‧γός

Noun

[edit]

υποπυραγός (ypopyragósm or f (plural υποπυραγοί)

  1. (firefighting, rank) fire lieutenant
    Older spelling: ὑποπυραγός

Declension

[edit]
singular plural
nominative υποπυραγός (ypopyragós) υποπυραγοί (ypopyragoí)
genitive υποπυραγού (ypopyragoú) υποπυραγών (ypopyragón)
accusative υποπυραγό (ypopyragó) υποπυραγούς (ypopyragoús)
vocative υποπυραγέ (ypopyragé) υποπυραγοί (ypopyragoí)
[edit]
  • and see: υπό (ypó, under), πυρ n (pyr, formal: fire), and άγω (ágo, lead to)

References

[edit]