Jump to content

υπομειδίαμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υπομειδίαμα (ypomeidíaman (plural υπομειδιάματα)

  1. sly smile, inward smile
    Synonym: ανθυπομειδίαμα (anthypomeidíama)

Declension

[edit]
Declension of υπομειδίαμα
singular plural
nominative υπομειδίαμα (ypomeidíama) υπομειδιάματα (ypomeidiámata)
genitive υπομειδιάματος (ypomeidiámatos) υπομειδιαμάτων (ypomeidiamáton)
accusative υπομειδίαμα (ypomeidíama) υπομειδιάματα (ypomeidiámata)
vocative υπομειδίαμα (ypomeidíama) υπομειδιάματα (ypomeidiámata)
[edit]