υπομειδίαμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]υπομειδίαμα • (ypomeidíama) n (plural υπομειδιάματα)
- sly smile, inward smile
- Synonym: ανθυπομειδίαμα (anthypomeidíama)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπομειδίαμα (ypomeidíama) | υπομειδιάματα (ypomeidiámata) |
genitive | υπομειδιάματος (ypomeidiámatos) | υπομειδιαμάτων (ypomeidiamáton) |
accusative | υπομειδίαμα (ypomeidíama) | υπομειδιάματα (ypomeidiámata) |
vocative | υπομειδίαμα (ypomeidíama) | υπομειδιάματα (ypomeidiámata) |
Related terms
[edit]- υπομειδιώ (ypomeidió, “to smile slyly”)