Jump to content

ανθυπομειδίαμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανθυπομειδίαμα (anthypomeidíaman (plural ανθυπομειδιάματα)

  1. sly smile, inward smile
    Synonym: υπομειδίαμα (ypomeidíama)

Declension

[edit]
Declension of ανθυπομειδίαμα
singular plural
nominative ανθυπομειδίαμα (anthypomeidíama) ανθυπομειδιάματα (anthypomeidiámata)
genitive ανθυπομειδιάματος (anthypomeidiámatos) ανθυπομειδιαμάτων (anthypomeidiamáton)
accusative ανθυπομειδίαμα (anthypomeidíama) ανθυπομειδιάματα (anthypomeidiámata)
vocative ανθυπομειδίαμα (anthypomeidíama) ανθυπομειδιάματα (anthypomeidiámata)
[edit]