ανθυπομειδίαμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ανθυπομειδίαμα • (anthypomeidíama) n (plural ανθυπομειδιάματα)
- sly smile, inward smile
- Synonym: υπομειδίαμα (ypomeidíama)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθυπομειδίαμα (anthypomeidíama) | ανθυπομειδιάματα (anthypomeidiámata) |
genitive | ανθυπομειδιάματος (anthypomeidiámatos) | ανθυπομειδιαμάτων (anthypomeidiamáton) |
accusative | ανθυπομειδίαμα (anthypomeidíama) | ανθυπομειδιάματα (anthypomeidiámata) |
vocative | ανθυπομειδίαμα (anthypomeidíama) | ανθυπομειδιάματα (anthypomeidiámata) |
Related terms
[edit]- ανθυπομειδιώ (anthypomeidió, “to smile slyly”)