Jump to content

υπερμαγγανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From υπερ- (yper-) +‎ μαγγάνιο (mangánio) +‎ -ικός (-ikós), calque of French permanganate where the prefix per- has been paretymologically attributed as υπερ- (yper-).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.per.maŋ.ɡa.niˈkos/
  • Hyphenation: υ‧περ‧μα‧γγα‧νι‧κός

Adjective

[edit]

υπερμαγγανικός (ypermanganikósm (feminine υπερμαγγανική, neuter υπερμαγγανικό)

  1. (inorganic chemistry) permanganate

Declension

[edit]
Declension of υπερμαγγανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπερμαγγανικός (ypermanganikós) υπερμαγγανική (ypermanganikí) υπερμαγγανικό (ypermanganikó) υπερμαγγανικοί (ypermanganikoí) υπερμαγγανικές (ypermanganikés) υπερμαγγανικά (ypermanganiká)
genitive υπερμαγγανικού (ypermanganikoú) υπερμαγγανικής (ypermanganikís) υπερμαγγανικού (ypermanganikoú) υπερμαγγανικών (ypermanganikón) υπερμαγγανικών (ypermanganikón) υπερμαγγανικών (ypermanganikón)
accusative υπερμαγγανικό (ypermanganikó) υπερμαγγανική (ypermanganikí) υπερμαγγανικό (ypermanganikó) υπερμαγγανικούς (ypermanganikoús) υπερμαγγανικές (ypermanganikés) υπερμαγγανικά (ypermanganiká)
vocative υπερμαγγανικέ (ypermanganiké) υπερμαγγανική (ypermanganikí) υπερμαγγανικό (ypermanganikó) υπερμαγγανικοί (ypermanganikoí) υπερμαγγανικές (ypermanganikés) υπερμαγγανικά (ypermanganiká)

Notes: Vocative forms are rare

References

[edit]