υδροξείδιο του ασβεστίου
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]υδροξείδιο του ασβεστίου • (ydroxeídio tou asvestíou) n (uncountable)
Declension
[edit]- see: υδροξείδιο (ydroxeídio)
Synonyms
[edit]- σβησμένη άσβεστος f (svisméni ásvestos)
Further reading
[edit]- υδροξείδιο του ασβεστίου on the Greek Wikipedia.Wikipedia el