Jump to content

υδροξείδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υδροξείδιο (ydroxeídion (usually uncountable, plural υδροξείδια)

  1. (inorganic chemistry) hydroxide
    υδροξείδιο του καλίουydroxeídio tou kalíoupotassium hydroxide

Declension

[edit]
Declension of υδροξείδιο
singular plural
nominative υδροξείδιο (ydroxeídio) υδροξείδια (ydroxeídia)
genitive υδροξειδίου (ydroxeidíou)
υδροξείδιου (ydroxeídiou)
υδροξειδίων (ydroxeidíon)
accusative υδροξείδιο (ydroxeídio) υδροξείδια (ydroxeídia)
vocative υδροξείδιο (ydroxeídio) υδροξείδια (ydroxeídia)

Further reading

[edit]