υγρόμετρο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υγρόμετρο (ygrómetron (plural υγρόμετρα)

  1. hygrometer

Declension

[edit]
singular plural
nominative υγρόμετρο (ygrómetro) υγρόμετρα (ygrómetra)
genitive υγρομέτρου (ygrométrou)
υγρόμετρου (ygrómetrou)
υγρομέτρων (ygrométron)
accusative υγρόμετρο (ygrómetro) υγρόμετρα (ygrómetra)
vocative υγρόμετρο (ygrómetro) υγρόμετρα (ygrómetra)

Further reading

[edit]