Jump to content

υβρίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υβρίδιο (yvrídion (plural υβρίδια)

  1. (biology, botany) hybrid, cross, crossbreed

Declension

[edit]
Declension of υβρίδιο
singular plural
nominative υβρίδιο (yvrídio) υβρίδια (yvrídia)
genitive υβριδίου (yvridíou)
υβρίδιου (yvrídiou)
υβριδίων (yvridíon)
accusative υβρίδιο (yvrídio) υβρίδια (yvrídia)
vocative υβρίδιο (yvrídio) υβρίδια (yvrídia)

See also

[edit]

Further reading

[edit]