τυλιγμένος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of τυλίγομαι (tylígomai), passive voice of τυλίγω (“wrap”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]τυλιγμένος • (tyligménos) m (feminine τυλιγμένη, neuter τυλιγμένο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τυλιγμένος (tyligménos) | τυλιγμένη (tyligméni) | τυλιγμένο (tyligméno) | τυλιγμένοι (tyligménoi) | τυλιγμένες (tyligménes) | τυλιγμένα (tyligména) | |
genitive | τυλιγμένου (tyligménou) | τυλιγμένης (tyligménis) | τυλιγμένου (tyligménou) | τυλιγμένων (tyligménon) | τυλιγμένων (tyligménon) | τυλιγμένων (tyligménon) | |
accusative | τυλιγμένο (tyligméno) | τυλιγμένη (tyligméni) | τυλιγμένο (tyligméno) | τυλιγμένους (tyligménous) | τυλιγμένες (tyligménes) | τυλιγμένα (tyligména) | |
vocative | τυλιγμένε (tyligméne) | τυλιγμένη (tyligméni) | τυλιγμένο (tyligméno) | τυλιγμένοι (tyligménoi) | τυλιγμένες (tyligménes) | τυλιγμένα (tyligména) |