Jump to content

τυλιγμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of τυλίγομαι (tylígomai), passive voice of τυλίγω (wrap).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ti.liɣˈme.nos/
  • Hyphenation: τυ‧λιγ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

τυλιγμένος (tyligménosm (feminine τυλιγμένη, neuter τυλιγμένο)

  1. wrapped

Declension

[edit]
Declension of τυλιγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τυλιγμένος (tyligménos) τυλιγμένη (tyligméni) τυλιγμένο (tyligméno) τυλιγμένοι (tyligménoi) τυλιγμένες (tyligménes) τυλιγμένα (tyligména)
genitive τυλιγμένου (tyligménou) τυλιγμένης (tyligménis) τυλιγμένου (tyligménou) τυλιγμένων (tyligménon) τυλιγμένων (tyligménon) τυλιγμένων (tyligménon)
accusative τυλιγμένο (tyligméno) τυλιγμένη (tyligméni) τυλιγμένο (tyligméno) τυλιγμένους (tyligménous) τυλιγμένες (tyligménes) τυλιγμένα (tyligména)
vocative τυλιγμένε (tyligméne) τυλιγμένη (tyligméni) τυλιγμένο (tyligméno) τυλιγμένοι (tyligménoi) τυλιγμένες (tyligménes) τυλιγμένα (tyligména)