τυλιγμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of τυλίγομαι (tylígomai), passive voice of τυλίγω (“wrap”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]τυλιγμένος • (tyligménos) m (feminine τυλιγμένη, neuter τυλιγμένο)
Declension
[edit]Declension of τυλιγμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τυλιγμένος • | τυλιγμένη • | τυλιγμένο • | τυλιγμένοι • | τυλιγμένες • | τυλιγμένα • |
genitive | τυλιγμένου • | τυλιγμένης • | τυλιγμένου • | τυλιγμένων • | τυλιγμένων • | τυλιγμένων • |
accusative | τυλιγμένο • | τυλιγμένη • | τυλιγμένο • | τυλιγμένους • | τυλιγμένες • | τυλιγμένα • |
vocative | τυλιγμένε • | τυλιγμένη • | τυλιγμένο • | τυλιγμένοι • | τυλιγμένες • | τυλιγμένα • |