τροφοδοτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]τροφοδοτικός • (trofodotikós) m (feminine τροφοδοτική, neuter τροφοδοτικό)
- (electricity) relating to internal or external supply of electrical power
Declension
[edit]Declension of τροφοδοτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τροφοδοτικός • | τροφοδοτική • | τροφοδοτικό • | τροφοδοτικοί • | τροφοδοτικές • | τροφοδοτικά • |
genitive | τροφοδοτικού • | τροφοδοτικής • | τροφοδοτικού • | τροφοδοτικών • | τροφοδοτικών • | τροφοδοτικών • |
accusative | τροφοδοτικό • | τροφοδοτική • | τροφοδοτικό • | τροφοδοτικούς • | τροφοδοτικές • | τροφοδοτικά • |
vocative | τροφοδοτικέ • | τροφοδοτική • | τροφοδοτικό • | τροφοδοτικοί • | τροφοδοτικές • | τροφοδοτικά • |
Related terms
[edit]- τροφοδοσία f (trofodosía, “supply”)
- τροφοδοτικό n (trofodotikó, “electrical power supply”)
- τροφοδοτώ (trofodotó, “supply, provide”)