Jump to content

τροφοδοτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /tɾo.fo.ðo.tiˈkos/
  • Hyphenation: τρο‧φο‧δο‧τι‧κός

Adjective

[edit]

τροφοδοτικός (trofodotikósm (feminine τροφοδοτική, neuter τροφοδοτικό)

  1. (electricity) relating to internal or external supply of electrical power

Declension

[edit]
Declension of τροφοδοτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τροφοδοτικός (trofodotikós) τροφοδοτική (trofodotikí) τροφοδοτικό (trofodotikó) τροφοδοτικοί (trofodotikoí) τροφοδοτικές (trofodotikés) τροφοδοτικά (trofodotiká)
genitive τροφοδοτικού (trofodotikoú) τροφοδοτικής (trofodotikís) τροφοδοτικού (trofodotikoú) τροφοδοτικών (trofodotikón) τροφοδοτικών (trofodotikón) τροφοδοτικών (trofodotikón)
accusative τροφοδοτικό (trofodotikó) τροφοδοτική (trofodotikí) τροφοδοτικό (trofodotikó) τροφοδοτικούς (trofodotikoús) τροφοδοτικές (trofodotikés) τροφοδοτικά (trofodotiká)
vocative τροφοδοτικέ (trofodotiké) τροφοδοτική (trofodotikí) τροφοδοτικό (trofodotikó) τροφοδοτικοί (trofodotikoí) τροφοδοτικές (trofodotikés) τροφοδοτικά (trofodotiká)
[edit]