From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly from τροφο(δότης) ( trofo(dótis) ) + -δοτώ ( -dotó ) .[ 1]
IPA (key ) : /tɾo.fo.ðoˈto/
Hyphenation: τρο‧φο‧δο‧τώ
τροφοδοτώ • (trofodotó ) (past τροφοδότησα , passive τροφοδοτούμαι , p‑past τροφοδοτήθηκα , ppp τροφοδοτημένος )
to supply , provision
to provide ( necessities )
τροφοδοτώ , τροφοδοτούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
τροφοδοτώ
τροφοδοτήσω
τροφοδοτούμαι
τροφοδοτηθώ
2 sg
τροφοδοτείς
τροφοδοτήσεις
τροφοδοτείσαι
τροφοδοτηθείς
3 sg
τροφοδοτεί
τροφοδοτήσει
τροφοδοτείται
τροφοδοτηθεί
1 pl
τροφοδοτούμε
τροφοδοτήσουμε , [-ομε ]
τροφοδοτούμαστε
τροφοδοτηθούμε
2 pl
τροφοδοτείτε
τροφοδοτήσετε
τροφοδοτείστε
τροφοδοτηθείτε
3 pl
τροφοδοτούν (ε )
τροφοδοτήσουν (ε )
τροφοδοτούνται
τροφοδοτηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
τροφοδοτούσα
τροφοδότησα
[τροφοδοτούμουν (α )]
τροφοδοτήθηκα
2 sg
τροφοδοτούσες
τροφοδότησες
[τροφοδοτούσουν (α )]
τροφοδοτήθηκες
3 sg
τροφοδοτούσε
τροφοδότησε
τροφοδοτούνταν , {τροφοδοτείτο }
τροφοδοτήθηκε
1 pl
τροφοδοτούσαμε
τροφοδοτήσαμε
τροφοδοτούμασταν , (‑ούμαστε )
τροφοδοτηθήκαμε
2 pl
τροφοδοτούσατε
τροφοδοτήσατε
[τροφοδοτούσασταν , (‑ούσαστε )]
τροφοδοτηθήκατε
3 pl
τροφοδοτούσαν (ε )
τροφοδότησαν , τροφοδοτήσαν (ε )
τροφοδοτούνταν , {τροφοδοτούντο }
τροφοδοτήθηκαν , τροφοδοτηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα τροφοδοτώ ➤
θα τροφοδοτήσω ➤
θα τροφοδοτούμαι ➤
θα τροφοδοτηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα τροφοδοτείς , …
θα τροφοδοτήσεις , …
θα τροφοδοτείσαι , …
θα τροφοδοτηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … τροφοδοτήσει έχω, έχεις, … τροφοδοτημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … τροφοδοτηθεί είμαι , είσαι , … τροφοδοτημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … τροφοδοτήσει είχα, είχες, … τροφοδοτημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … τροφοδοτηθεί ήμουν , ήσουν , … τροφοδοτημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … τροφοδοτήσει θα έχω, θα έχεις, … τροφοδοτημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … τροφοδοτηθεί θα είμαι, θα είσαι, … τροφοδοτημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
τροφοδότησε
—
τροφοδοτήσου
2 pl
τροφοδοτείτε
τροφοδοτήστε
τροφοδοτείστε
τροφοδοτηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
τροφοδοτώντας ➤
τροφοδοτούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας τροφοδοτήσει ➤
τροφοδοτημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
τροφοδοτήσει
τροφοδοτηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: τρέφω ( tréfo , “ I feed ” ) & δίδω ( dído , “ give ” )