Jump to content

τροπολογία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τροπολογία (tropologíaf (plural τροπολογίες)

  1. amendment (to text, lae, etc)

Declension

[edit]
Declension of τροπολογία
singular plural
nominative τροπολογία (tropología) τροπολογίες (tropologíes)
genitive τροπολογίας (tropologías) τροπολογιών (tropologión)
accusative τροπολογία (tropología) τροπολογίες (tropologíes)
vocative τροπολογία (tropología) τροπολογίες (tropologíes)
[edit]

Further reading

[edit]