Jump to content

ατροπολόγητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ατροπολόγητος (atropológitosm (feminine ατοπολόγητή, neuter ατοπολόγητο)

  1. unamended (text, document, etc)

Declension

[edit]
Declension of ατροπολόγητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατοπολόγητος (atopológitos) ατοπολόγητη (atopológiti) ατοπολόγητο (atopológito) ατοπολόγητοι (atopológitoi) ατοπολόγητες (atopológites) ατοπολόγητα (atopológita)
genitive ατοπολόγητου (atopológitou) ατοπολόγητης (atopológitis) ατοπολόγητου (atopológitou) ατοπολόγητων (atopológiton) ατοπολόγητων (atopológiton) ατοπολόγητων (atopológiton)
accusative ατοπολόγητο (atopológito) ατοπολόγητη (atopológiti) ατοπολόγητο (atopológito) ατοπολόγητους (atopológitous) ατοπολόγητες (atopológites) ατοπολόγητα (atopológita)
vocative ατοπολόγητε (atopológite) ατοπολόγητη (atopológiti) ατοπολόγητο (atopológito) ατοπολόγητοι (atopológitoi) ατοπολόγητες (atopológites) ατοπολόγητα (atopológita)

Coordinate terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]