Jump to content

τριχωτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τριχωτός (trichotósm (feminine τριχωτή, neuter τριχωτό)

  1. hairy
    Antonym: άτριχος (átrichos)

Declension

[edit]
Declension of τριχωτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τριχωτός (trichotós) τριχωτή (trichotí) τριχωτό (trichotó) τριχωτοί (trichotoí) τριχωτές (trichotés) τριχωτά (trichotá)
genitive τριχωτού (trichotoú) τριχωτής (trichotís) τριχωτού (trichotoú) τριχωτών (trichotón) τριχωτών (trichotón) τριχωτών (trichotón)
accusative τριχωτό (trichotó) τριχωτή (trichotí) τριχωτό (trichotó) τριχωτούς (trichotoús) τριχωτές (trichotés) τριχωτά (trichotá)
vocative τριχωτέ (trichoté) τριχωτή (trichotí) τριχωτό (trichotó) τριχωτοί (trichotoí) τριχωτές (trichotés) τριχωτά (trichotá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τριχωτός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τριχωτός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]