Jump to content

άτριχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άτριχος (átrichosm (feminine άτριχη, neuter άτριχο)

  1. hairless
    Synonym: αμάλλιαγος (amálliagos)
    Antonym: τριχωτός (trichotós)

Declension

[edit]
Declension of άτριχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άτριχος (átrichos) άτριχη (átrichi) άτριχο (átricho) άτριχοι (átrichoi) άτριχες (átriches) άτριχα (átricha)
genitive άτριχου (átrichou) άτριχης (átrichis) άτριχου (átrichou) άτριχων (átrichon) άτριχων (átrichon) άτριχων (átrichon)
accusative άτριχο (átricho) άτριχη (átrichi) άτριχο (átricho) άτριχους (átrichous) άτριχες (átriches) άτριχα (átricha)
vocative άτριχε (átriche) άτριχη (átrichi) άτριχο (átricho) άτριχοι (átrichoi) άτριχες (átriches) άτριχα (átricha)
[edit]

Further reading

[edit]