Jump to content

τριβόμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Present participle of τρίβω (trívo, to rub).

Adjective

[edit]

τριβόμενος (trivómenosm (feminine τριβόμενη, neuter τριβόμενο)

  1. (phonetics, phonology) fricative
    τριβόμενα σύμφωναtrivómena sýmfonafricative consonants

Declension

[edit]
Declension of τριβόμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τριβόμενος (trivómenos) τριβόμενη (trivómeni) τριβόμενο (trivómeno) τριβόμενοι (trivómenoi) τριβόμενες (trivómenes) τριβόμενα (trivómena)
genitive τριβόμενου (trivómenou) τριβόμενης (trivómenis) τριβόμενου (trivómenou) τριβόμενων (trivómenon) τριβόμενων (trivómenon) τριβόμενων (trivómenon)
accusative τριβόμενο (trivómeno) τριβόμενη (trivómeni) τριβόμενο (trivómeno) τριβόμενους (trivómenous) τριβόμενες (trivómenes) τριβόμενα (trivómena)
vocative τριβόμενε (trivómene) τριβόμενη (trivómeni) τριβόμενο (trivómeno) τριβόμενοι (trivómenoi) τριβόμενες (trivómenes) τριβόμενα (trivómena)

See also

[edit]