τριβόμενος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Present participle of τρίβω (trívo, “to rub”).
Adjective
[edit]τριβόμενος • (trivómenos) m (feminine τριβόμενη, neuter τριβόμενο)
Declension
[edit]Declension of τριβόμενος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τριβόμενος • | τριβόμενη • | τριβόμενο • | τριβόμενοι • | τριβόμενες • | τριβόμενα • |
genitive | τριβόμενου • | τριβόμενης • | τριβόμενου • | τριβόμενων • | τριβόμενων • | τριβόμενων • |
accusative | τριβόμενο • | τριβόμενη • | τριβόμενο • | τριβόμενους • | τριβόμενες • | τριβόμενα • |
vocative | τριβόμενε • | τριβόμενη • | τριβόμενο • | τριβόμενοι • | τριβόμενες • | τριβόμενα • |
See also
[edit]- κλειστός (kleistós)