κλειστός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Passive participle of κλείνω (kleíno, “to shut”).
Adjective
[edit]κλειστός • (kleistós) m (feminine κλειστή, neuter κλειστό)
Declension
[edit]Declension of κλειστός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κλειστός • | κλειστή • | κλειστό • | κλειστοί • | κλειστές • | κλειστά • |
genitive | κλειστού • | κλειστής • | κλειστού • | κλειστών • | κλειστών • | κλειστών • |
accusative | κλειστό • | κλειστή • | κλειστό • | κλειστούς • | κλειστές • | κλειστά • |
vocative | κλειστέ • | κλειστή • | κλειστό • | κλειστοί • | κλειστές • | κλειστά • |
Related terms
[edit]- κατάκλειστος (katákleistos, “completely closed”, adj)