τριανταφυλλής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τριανταφυλλής (triantafyllísm (feminine τριανταφυλλιά, neuter τριανταφυλλί)

  1. rose (color/colour)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τριανταφυλλής (triantafyllís) τριανταφυλλιά (triantafylliá) τριανταφυλλί (triantafyllí) τριανταφυλλιοί (triantafyllioí) τριανταφυλλιές (triantafylliés) τριανταφυλλιά (triantafylliá)
genitive τριανταφυλλή (triantafyllí)
τριανταφυλλιού (triantafyllioú)
τριανταφυλλιάς (triantafylliás) τριανταφυλλιού (triantafyllioú) τριανταφυλλιών (triantafyllión) τριανταφυλλιών (triantafyllión) τριανταφυλλιών (triantafyllión)
accusative τριανταφυλλή (triantafyllí) τριανταφυλλιά (triantafylliá) τριανταφυλλί (triantafyllí) τριανταφυλλιούς (triantafyllioús) τριανταφυλλιές (triantafylliés) τριανταφυλλιά (triantafylliá)
vocative τριανταφυλλή (triantafyllí) τριανταφυλλιά (triantafylliá) τριανταφυλλί (triantafyllí) τριανταφυλλιοί (triantafyllioí) τριανταφυλλιές (triantafylliés) τριανταφυλλιά (triantafylliá)
[edit]