τρεχούμενος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Passive present participle of τρέχω (I run), a verb without passive voice forms + -ούμενος (-oúmenos, here, as a colloquial suffix for participles).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /tɾeˈxu.me.nos/
  • Hyphenation: τρε‧χού‧με‧νος

Participle

[edit]

τρεχούμενος (trechoúmenosm (feminine τρεχούμενη, neuter τρεχούμενο)

  1. (literal or figurative) current, running
    Ο τραπεζικός λογαριασμός δεν είναι απαραίτητο να είναι τρεχούμενος λογαριασμός.
    O trapezikós logariasmós den eínai aparaítito na eínai trechoúmenos logariasmós.
    The bank account does not need to be a current account.
    Εκατομμύρια σπίτια έμειναν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, τηλέφωνο ή τρεχούμενο νερό.
    Ekatommýria spítia émeinan chorís ilektrikó révma, tiléfono í trechoúmeno neró.
    Millions of homes are without electricity, telephones or running water.

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τρεχούμενος (trechoúmenos) τρεχούμενη (trechoúmeni) τρεχούμενο (trechoúmeno) τρεχούμενοι (trechoúmenoi) τρεχούμενες (trechoúmenes) τρεχούμενα (trechoúmena)
genitive τρεχούμενου (trechoúmenou) τρεχούμενης (trechoúmenis) τρεχούμενου (trechoúmenou) τρεχούμενων (trechoúmenon) τρεχούμενων (trechoúmenon) τρεχούμενων (trechoúmenon)
accusative τρεχούμενο (trechoúmeno) τρεχούμενη (trechoúmeni) τρεχούμενο (trechoúmeno) τρεχούμενους (trechoúmenous) τρεχούμενες (trechoúmenes) τρεχούμενα (trechoúmena)
vocative τρεχούμενε (trechoúmene) τρεχούμενη (trechoúmeni) τρεχούμενο (trechoúmeno) τρεχούμενοι (trechoúmenoi) τρεχούμενες (trechoúmenes) τρεχούμενα (trechoúmena)

Further reading

[edit]