τρακαρισμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of τρακάρομαι (trakáromai), passive voice of τρακάρω (trakáro) (both senses).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /tɾa.ka.ɾiˈzme.nos/
  • Hyphenation: τρα‧κα‧ρι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

τρακαρισμένος (trakarisménosm (feminine τρακαρισμένη, neuter τρακαρισμένο)

  1. collided, bumped, crashed
    Antonym: ατρακάριστος (atrakáristos)
    Το αυτοκίνητο είναι τρακαρισμένο.To aftokínito eínai trakarisméno.The car is crashed.
  2. with stage fright
    Το ρεσιτάλ της θα ήταν καλύτερο αν δεν ήταν τόσο τρακαρισμένη.
    To resitál tis tha ítan kalýtero an den ítan tóso trakarisméni.
    Her recital would have been better, if she were not so nervous (from stage fright).

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τρακαρισμένος (trakarisménos) τρακαρισμένη (trakarisméni) τρακαρισμένο (trakarisméno) τρακαρισμένοι (trakarisménoi) τρακαρισμένες (trakarisménes) τρακαρισμένα (trakarisména)
genitive τρακαρισμένου (trakarisménou) τρακαρισμένης (trakarisménis) τρακαρισμένου (trakarisménou) τρακαρισμένων (trakarisménon) τρακαρισμένων (trakarisménon) τρακαρισμένων (trakarisménon)
accusative τρακαρισμένο (trakarisméno) τρακαρισμένη (trakarisméni) τρακαρισμένο (trakarisméno) τρακαρισμένους (trakarisménous) τρακαρισμένες (trakarisménes) τρακαρισμένα (trakarisména)
vocative τρακαρισμένε (trakarisméne) τρακαρισμένη (trakarisméni) τρακαρισμένο (trakarisméno) τρακαρισμένοι (trakarisménoi) τρακαρισμένες (trakarisménes) τρακαρισμένα (trakarisména)