τρακαρισμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of τρακάρομαι (trakáromai), passive voice of τρακάρω (trakáro) (both senses).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]τρακαρισμένος • (trakarisménos) m (feminine τρακαρισμένη, neuter τρακαρισμένο)
- collided, bumped, crashed
- Antonym: ατρακάριστος (atrakáristos)
- Το αυτοκίνητο είναι τρακαρισμένο. ― To aftokínito eínai trakarisméno. ― The car is crashed.
- with stage fright
- Το ρεσιτάλ της θα ήταν καλύτερο αν δεν ήταν τόσο τρακαρισμένη.
- To resitál tis tha ítan kalýtero an den ítan tóso trakarisméni.
- Her recital would have been better, if she were not so nervous (from stage fright).
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τρακαρισμένος (trakarisménos) | τρακαρισμένη (trakarisméni) | τρακαρισμένο (trakarisméno) | τρακαρισμένοι (trakarisménoi) | τρακαρισμένες (trakarisménes) | τρακαρισμένα (trakarisména) | |
genitive | τρακαρισμένου (trakarisménou) | τρακαρισμένης (trakarisménis) | τρακαρισμένου (trakarisménou) | τρακαρισμένων (trakarisménon) | τρακαρισμένων (trakarisménon) | τρακαρισμένων (trakarisménon) | |
accusative | τρακαρισμένο (trakarisméno) | τρακαρισμένη (trakarisméni) | τρακαρισμένο (trakarisméno) | τρακαρισμένους (trakarisménous) | τρακαρισμένες (trakarisménes) | τρακαρισμένα (trakarisména) | |
vocative | τρακαρισμένε (trakarisméne) | τρακαρισμένη (trakarisméni) | τρακαρισμένο (trakarisméno) | τρακαρισμένοι (trakarisménoi) | τρακαρισμένες (trakarisménes) | τρακαρισμένα (trakarisména) |