τραγουδημένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- τραγουδισμένος (tragoudisménos) (more common)
Etymology
[edit]Perfect participle of τραγουδιέμαι (tragoudiémai), passive voice of τραγουδάω, τραγουδώ (“I sing”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]τραγουδημένος • (tragoudiménos) m (feminine τραγουδημένη, neuter τραγουδημένο)
- (literary) sung, a less frequent variant of of τραγουδισμένος (tragoudisménos)
Declension
[edit]Declension of τραγουδημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τραγουδημένος • | τραγουδημένη • | τραγουδημένο • | τραγουδημένοι • | τραγουδημένες • | τραγουδημένα • |
genitive | τραγουδημένου • | τραγουδημένης • | τραγουδημένου • | τραγουδημένων • | τραγουδημένων • | τραγουδημένων • |
accusative | τραγουδημένο • | τραγουδημένη • | τραγουδημένο • | τραγουδημένους • | τραγουδημένες • | τραγουδημένα • |
vocative | τραγουδημένε • | τραγουδημένη • | τραγουδημένο • | τραγουδημένοι • | τραγουδημένες • | τραγουδημένα • |