Jump to content

τοσοδούλης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /to.soˈðu.lis/
  • Hyphenation: το‧σο‧δού‧λης

Adjective

[edit]

τοσοδούλης (tosodoúlism (feminine τοσοδούλα, neuter τοσοδούλι or τοσοδούλικο)

  1. tiny, small, tiddly

Declension

[edit]
Declension of τοσοδούλης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τοσοδούλης (tosodoúlis) τοσοδούλα (tosodoúla) τοσοδούλι (tosodoúli)
τοσοδούλικο (tosodoúliko)
τοσοδούληδες (tosodoúlides) τοσοδούλες (tosodoúles) τοσοδούλια (tosodoúlia)
τοσοδούλικα (tosodoúlika)
genitive τοσοδούλη (tosodoúli) τοσοδούλας (tosodoúlas) τοσοδούλικου (tosodoúlikou) τοσοδούληδων (tosodoúlidon) τοσοδούλικων (tosodoúlikon)
accusative τοσοδούλη (tosodoúli) τοσοδούλα (tosodoúla) τοσοδούλι (tosodoúli)
τοσοδούλικο (tosodoúliko)
τοσοδούληδες (tosodoúlides) τοσοδούλες (tosodoúles) τοσοδούλια (tosodoúlia)
τοσοδούλικα (tosodoúlika)
vocative τοσοδούλη (tosodoúli) τοσοδούλα (tosodoúla) τοσοδούλι (tosodoúli)
τοσοδούλικο (tosodoúliko)
τοσοδούληδες (tosodoúlides) τοσοδούλες (tosodoúles) τοσοδούλια (tosodoúlia)
τοσοδούλικα (tosodoúlika)

Derived terms

[edit]
[edit]
  • see: τόσος (tósos, so, so much, pronoun)