Jump to content

τορπιλικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τορπιλικό (torpilikón (plural τορπιλικά)

  1. (naval) Colloquial form of αντιτορπιλικό (antitorpilikó, destroyer)

Declension

[edit]
Declension of τορπιλικό
singular plural
nominative τορπιλικό (torpilikó) τορπιλικά (torpiliká)
genitive τορπιλικού (torpilikoú) τορπιλικών (torpilikón)
accusative τορπιλικό (torpilikó) τορπιλικά (torpiliká)
vocative τορπιλικό (torpilikó) τορπιλικά (torpiliká)
[edit]