αντιτορπιλικό

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

αντι- (anti-, anti) +‎ τορπίλη (torpíli, torpedo)

Noun

[edit]

αντιτορπιλικό (antitorpilikón (plural αντιτορπιλικά)

  1. (nautical) destroyer
    Synonym: (colloquial) τορπιλικό (torpilikó)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντιτορπιλικό (antitorpilikó) αντιτορπιλικά (antitorpiliká)
genitive αντιτορπιλικού (antitorpilikoú) αντιτορπιλικών (antitorpilikón)
accusative αντιτορπιλικό (antitorpilikó) αντιτορπιλικά (antitorpiliká)
vocative αντιτορπιλικό (antitorpilikó) αντιτορπιλικά (antitorpiliká)

Coordinate terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]