τοπωνυμιολογία
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]τοπωνυμιολογία • (toponymiología) f (plural τοπωνυμιολογίες) usually in the singular
- (onomastics) toponymy, toponymics
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τοπωνυμιολογία (toponymiología) | τοπωνυμιολογίες (toponymiologíes) |
genitive | τοπωνυμιολογίας (toponymiologías) | τοπωνυμιολογιών (toponymiologión) |
accusative | τοπωνυμιολογία (toponymiología) | τοπωνυμιολογίες (toponymiologíes) |
vocative | τοπωνυμιολογία (toponymiología) | τοπωνυμιολογίες (toponymiologíes) |
Related terms
[edit]- see: τοπωνύμιο n (toponýmio, “toponym”), τόπος m (tópos, “place”), όνομα n (ónoma, “name”), and λέγω (légo, “say”)
See also
[edit]- τοπωνυμιογραφία f (toponymiografía, “writings on toponymy”)
Further reading
[edit]- τοπωνυμιολογία - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. [Papyros-Larousse-Britannica: Dictionary of Greek Language, ancient - medieval - modern, defining - etymological] (in Greek) vols.1-13. Athens: Papyros, 1981‑1994, edition: 2013 (v).