Jump to content

τηλεχειριστήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τηλεχειριστήριο (tilecheiristírion (plural τηλεχειριστήρια)

  1. remote control

Declension

[edit]
Declension of τηλεχειριστήριο
singular plural
nominative τηλεχειριστήριο (tilecheiristírio) τηλεχειριστήρια (tilecheiristíria)
genitive τηλεχειριστήριου (tilecheiristíriou) τηλεχειριστήριων (tilecheiristírion)
accusative τηλεχειριστήριο (tilecheiristírio) τηλεχειριστήρια (tilecheiristíria)
vocative τηλεχειριστήριο (tilecheiristírio) τηλεχειριστήρια (tilecheiristíria)

Synonyms

[edit]